αχρονολόγητος

αχρονολόγητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν φέρει χρονολογία
2. αυτός που δεν μπορεί να χρονολογηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χρονολογώ (-έω). Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αχρονολόγητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν είναι χρονολογημένος: Το χειρόγραφο που βρέθηκε είναι αχρονολόγητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμηνολόγητος — η, ο 1. αυτός που δεν φέρει χρονολογική ένδειξη ως προς τον μήνα 2. ο δίχως χρονολογία, αχρονολόγητος 3. (γυναίκα) με άτακτη εμμηνόρροια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + μηνολογώ*] …   Dictionary of Greek

  • Μέτσου, Γκάμπριελ — (Gabriel Metsu, Λέιντεν 1629 – Άμστερνταμ 1667). Ολλανδός ζωγράφος. Παρά τη σύντομη σταδιοδρομία του, κληροδότησε στις επόμενες γενιές σημαντικό έργο. Ορισμένα από τα πλέον αγαπημένα θέματά του ήταν οι μουσικοί θίασοι, οι γεροντικές μορφές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”